- ακιναγμός
- ἀκιναγμός, ο (Α)το ακίναγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκιναγμός — Fr.anon. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek